Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλυτέον
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτικός
διαλυτός
διάλυτος
διαλύτρωσις
διαλύω
διαλφιτόω
διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμανθάνω
διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
διαμαρτητέον
διαμαρτία
View word page
διαμαθύνω
to grind to powder, utterly destroy
ShortDef
to grind to powder, utterly destroy
Debugging
Headword:
διαμαθύνω
Headword (normalized):
διαμαθύνω
Headword (normalized/stripped):
διαμαθυνω
IDX:
21403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21404
Key:
Data
{'content': 'to grind to powder, utterly destroy'}