Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτικός
διαλυτός
διάλυτος
διαλύτρωσις
διαλύω
διαλφιτόω
διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμανθάνω
διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
διαμάρτημα
View word page
διαλφιτόω
to fill full of barley meal

ShortDef

to fill full of barley meal

Debugging

Headword:
διαλφιτόω
Headword (normalized):
διαλφιτόω
Headword (normalized/stripped):
διαλφιτοω
IDX:
21401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21402
Key:

Data

{'content': 'to fill full of barley meal'}