Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτικός
διαλυτός
διάλυτος
διαλύτρωσις
διαλύω
διαλφιτόω
διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμανθάνω
διαμαντεία
διαμαντεύομαι
διάμαξος
διαμάρανσις
διαμαρτάνω
View word page
διαλύω
to loose one from another, to part asunder, undo

ShortDef

to loose one from another, to part asunder, undo

Debugging

Headword:
διαλύω
Headword (normalized):
διαλύω
Headword (normalized/stripped):
διαλυω
IDX:
21400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21401
Key:

Data

{'content': 'to loose one from another, to part asunder, undo'}