Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάλοξος
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτικός
διαλυτός
διάλυτος
διαλύτρωσις
διαλύω
διαλφιτόω
διαμαγεύω
διαμαθύνω
διαμάλαξις
διαμανθάνω
View word page
διαλυτής
a dissolver, breaker-up

ShortDef

a dissolver, breaker-up

Debugging

Headword:
διαλυτής
Headword (normalized):
διαλυτής
Headword (normalized/stripped):
διαλυτης
IDX:
21395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21396
Key:

Data

{'content': 'a dissolver, breaker-up'}