Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτικός
διαλυτός
διάλυτος
διαλύτρωσις
διαλύω
View word page
διάλυσις
a loosing one from another, separating, parting

ShortDef

a loosing one from another, separating, parting

Debugging

Headword:
διάλυσις
Headword (normalized):
διάλυσις
Headword (normalized/stripped):
διαλυσις
IDX:
21390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21391
Key:

Data

{'content': 'a loosing one from another, separating, parting'}