Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτικός
διαλυτός
διάλυτος
διαλύτρωσις
View word page
διαλυπέω
grieve sorely

ShortDef

grieve sorely

Debugging

Headword:
διαλυπέω
Headword (normalized):
διαλυπέω
Headword (normalized/stripped):
διαλυπεω
IDX:
21389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21390
Key:

Data

{'content': 'grieve sorely'}