Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτικός
διαλυτός
διάλυτος
View word page
διαλυμαίνομαι
to maltreat shamefully, undo utterly

ShortDef

to maltreat shamefully, undo utterly

Debugging

Headword:
διαλυμαίνομαι
Headword (normalized):
διαλυμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλυμαινομαι
IDX:
21388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21389
Key:

Data

{'content': 'to maltreat shamefully, undo utterly'}