Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτικός
View word page
δίαλσις
nourishing
ShortDef
nourishing
Debugging
Headword:
δίαλσις
Headword (normalized):
δίαλσις
Headword (normalized/stripped):
διαλσις
IDX:
21386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21387
Key:
Data
{'content': 'nourishing'}