Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
διαλυτέος
View word page
διαλοξεύω
turn aside
ShortDef
turn aside
Debugging
Headword:
διαλοξεύω
Headword (normalized):
διαλοξεύω
Headword (normalized/stripped):
διαλοξευω
IDX:
21384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21385
Key:
Data
{'content': 'turn aside'}