Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάλληλος
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
διαλυτέον
View word page
διαλοιδόρησις
railing, abuse

ShortDef

railing, abuse

Debugging

Headword:
διαλοιδόρησις
Headword (normalized):
διαλοιδόρησις
Headword (normalized/stripped):
διαλοιδορησις
IDX:
21383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21384
Key:

Data

{'content': 'railing, abuse'}