Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλλάσσω
διάλληλος
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
διαλυσίφιλος
διάλυσος
View word page
διαλοιδορέομαι
to rail furiously at

ShortDef

to rail furiously at

Debugging

Headword:
διαλοιδορέομαι
Headword (normalized):
διαλοιδορέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλοιδορεομαι
IDX:
21382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21383
Key:

Data

{'content': 'to rail furiously at'}