Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
διαλυπέω
διάλυσις
View word page
διαλογιστικός
of or for discourse, reasoning

ShortDef

of or for discourse, reasoning

Debugging

Headword:
διαλογιστικός
Headword (normalized):
διαλογιστικός
Headword (normalized/stripped):
διαλογιστικος
IDX:
21380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21381
Key:

Data

{'content': 'of or for discourse, reasoning'}