Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἱμόπυον
αἱμορραγέω
αἱμορραγής
αἱμορραγία
αἱμορραγικός
αἱμορραγώδης
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμορροϊδοκαύστης
αἱμορροϊκός
αἱμορροΐς
αἱμόρροος
αἱμόρρυτος
αἱμορυγχιάω
Αἷμος
αἱμόστασις
αἱμοφανής
αἱμοφόβος
αἱμοφόρυκτος
αἱμοχροώδης
View word page
αἱμορροϊκός
belonging to αἱμόρροια, indicating or causing it
ShortDef
belonging to αἱμόρροια, indicating or causing it
Debugging
Headword:
αἱμορροϊκός
Headword (normalized):
αἱμορροϊκός
Headword (normalized/stripped):
αιμορροικος
IDX:
2137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2138
Key:
Data
{'content': 'belonging to αἱμόρροια, indicating or causing it'}