Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλσις
διαλυγίζω
διαλυμαίνομαι
View word page
διαλογισμός
a balancing of accounts

ShortDef

a balancing of accounts

Debugging

Headword:
διαλογισμός
Headword (normalized):
διαλογισμός
Headword (normalized/stripped):
διαλογισμος
IDX:
21378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21379
Key:

Data

{'content': 'a balancing of accounts'}