Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
δίαλσις
View word page
διαλογίζομαι
to balance accounts
ShortDef
to balance accounts
Debugging
Headword:
διαλογίζομαι
Headword (normalized):
διαλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλογιζομαι
Intro Text:
to balance accounts
IDX:
21376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21377
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "to balance accounts" }