Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
διάλοξος
View word page
διαλογή
estimate, enumeration

ShortDef

estimate, enumeration

Debugging

Headword:
διαλογή
Headword (normalized):
διαλογή
Headword (normalized/stripped):
διαλογη
IDX:
21375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21376
Key:

Data

{'content': 'estimate, enumeration'}