Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Διάλιος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλοιδόρησις
διαλοξεύω
View word page
διάλλομαι
to leap across
ShortDef
to leap across
Debugging
Headword:
διάλλομαι
Headword (normalized):
διάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλλομαι
IDX:
21374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21375
Key:
Data
{'content': 'to leap across'}