Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
View word page
διαλλάσσω
to change one with another, interchange

ShortDef

to change one with another, interchange

Debugging

Headword:
διαλλάσσω
Headword (normalized):
διαλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
διαλλασσω
IDX:
21372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21373
Key:

Data

{'content': 'to change one with another, interchange'}