Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογικός
διαλογισμός
διαλογιστέον
διαλογιστικός
View word page
διαλλακτικός
inclined to mediate

ShortDef

inclined to mediate

Debugging

Headword:
διαλλακτικός
Headword (normalized):
διαλλακτικός
Headword (normalized/stripped):
διαλλακτικος
IDX:
21370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21371
Key:

Data

{'content': 'inclined to mediate'}