Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
View word page
διάλλαγμα
a substitute, changeling

ShortDef

a substitute, changeling

Debugging

Headword:
διάλλαγμα
Headword (normalized):
διάλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
διαλλαγμα
IDX:
21366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21367
Key:

Data

{'content': 'a substitute, changeling'}