Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλληλος
View word page
διαλινάω
slip through a net

ShortDef

slip through a net

Debugging

Headword:
διαλινάω
Headword (normalized):
διαλινάω
Headword (normalized/stripped):
διαλιναω
IDX:
21363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21364
Key:

Data

{'content': 'slip through a net'}