Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
διάλλαξις
διαλλάσσω
View word page
διαλιμπάνω
intermit

ShortDef

intermit

Debugging

Headword:
διαλιμπάνω
Headword (normalized):
διαλιμπάνω
Headword (normalized/stripped):
διαλιμπανω
IDX:
21362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21363
Key:

Data

{'content': 'intermit'}