Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
διαλλακτικός
View word page
διάληψις
grasping with both hands; distinction, opinion, sentence

ShortDef

grasping with both hands; distinction, opinion, sentence

Debugging

Headword:
διάληψις
Headword (normalized):
διάληψις
Headword (normalized/stripped):
διαληψις
IDX:
21360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21361
Key:

Data

{'content': 'grasping with both hands; distinction, opinion, sentence'}