Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
διαλλακτής
View word page
διαληρέω
speak foolishly

ShortDef

speak foolishly

Debugging

Headword:
διαληρέω
Headword (normalized):
διαληρέω
Headword (normalized/stripped):
διαληρεω
IDX:
21359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21360
Key:

Data

{'content': 'speak foolishly'}