Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλακτήριος
View word page
διαληπτός
distinguishable
ShortDef
distinguishable
Debugging
Headword:
διαληπτός
Headword (normalized):
διαληπτός
Headword (normalized/stripped):
διαληπτος
IDX:
21358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21359
Key:
Data
{'content': 'distinguishable'}