Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
View word page
διαληπτικός
forming a judgement

ShortDef

forming a judgement

Debugging

Headword:
διαληπτικός
Headword (normalized):
διαληπτικός
Headword (normalized/stripped):
διαληπτικος
IDX:
21357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21358
Key:

Data

{'content': 'forming a judgement'}