Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
διαλλαγή
View word page
διαληπτέον
one must divide
ShortDef
one must divide
Debugging
Headword:
διαληπτέον
Headword (normalized):
διαληπτέον
Headword (normalized/stripped):
διαληπτεον
IDX:
21355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21356
Key:
Data
{'content': 'one must divide'}