Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
Διάλιος
View word page
διάληξις
division
ShortDef
division
Debugging
Headword:
διάληξις
Headword (normalized):
διάληξις
Headword (normalized/stripped):
διαληξις
IDX:
21354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21355
Key:
Data
{'content': 'division'}