Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
διαλινάω
View word page
διάλημμα
windings

ShortDef

windings

Debugging

Headword:
διάλημμα
Headword (normalized):
διάλημμα
Headword (normalized/stripped):
διαλημμα
IDX:
21353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21354
Key:

Data

{'content': 'windings'}