Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
διαλιμπάνω
View word page
διαληκάομαι
laugh at
ShortDef
laugh at
Debugging
Headword:
διαληκάομαι
Headword (normalized):
διαληκάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαληκαομαι
IDX:
21352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21353
Key:
Data
{'content': 'laugh at'}