Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
διάλιθος
View word page
διάλευκος
quite white

ShortDef

quite white

Debugging

Headword:
διάλευκος
Headword (normalized):
διάλευκος
Headword (normalized/stripped):
διαλευκος
IDX:
21351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21352
Key:

Data

{'content': 'quite white'}