Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
διάληψις
View word page
διαλευκαίνω
whiten
ShortDef
whiten
Debugging
Headword:
διαλευκαίνω
Headword (normalized):
διαλευκαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαλευκαινω
IDX:
21350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21351
Key:
Data
{'content': 'whiten'}