Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
διαληρέω
View word page
διαλεσχαίνω
prate, chatter

ShortDef

prate, chatter

Debugging

Headword:
διαλεσχαίνω
Headword (normalized):
διαλεσχαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαλεσχαινω
IDX:
21349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21350
Key:

Data

{'content': 'prate, chatter'}