Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
διαληπτικός
διαληπτός
View word page
διαλεπτύνω
make thin, pare away, fine down
ShortDef
make thin, pare away, fine down
Debugging
Headword:
διαλεπτύνω
Headword (normalized):
διαλεπτύνω
Headword (normalized/stripped):
διαλεπτυνω
IDX:
21348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21349
Key:
Data
{'content': 'make thin, pare away, fine down'}