Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
διαληπτέος
View word page
διαλεπτολογέομαι
to discourse subtly, chop logic

ShortDef

to discourse subtly, chop logic

Debugging

Headword:
διαλεπτολογέομαι
Headword (normalized):
διαλεπτολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλεπτολογεομαι
IDX:
21346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21347
Key:

Data

{'content': 'to discourse subtly, chop logic'}