Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
διαληπτέον
View word page
διαλεπίζω
strip of bark
ShortDef
strip of bark
Debugging
Headword:
διαλεπίζω
Headword (normalized):
διαλεπίζω
Headword (normalized/stripped):
διαλεπιζω
IDX:
21345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21346
Key:
Data
{'content': 'strip of bark'}