Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
διάληξις
View word page
διάλεξις
discourse, arguing

ShortDef

discourse, arguing

Debugging

Headword:
διάλεξις
Headword (normalized):
διάλεξις
Headword (normalized/stripped):
διαλεξις
IDX:
21344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21345
Key:

Data

{'content': 'discourse, arguing'}