Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
διάλημμα
View word page
διαλελυμένως
laxly

ShortDef

laxly

Debugging

Headword:
διαλελυμένως
Headword (normalized):
διαλελυμένως
Headword (normalized/stripped):
διαλελυμενως
IDX:
21343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21344
Key:

Data

{'content': 'laxly'}