Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
διάλευκος
διαληκάομαι
View word page
διάλεκτος
discourse: discussion, debate, arguing

ShortDef

discourse: discussion, debate, arguing

Debugging

Headword:
διάλεκτος
Headword (normalized):
διάλεκτος
Headword (normalized/stripped):
διαλεκτος
IDX:
21342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21343
Key:

Data

{'content': 'discourse: discussion, debate, arguing'}