Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
διαλευκαίνω
View word page
διαλεκτικεύομαι
'chop logic'

ShortDef

'chop logic'

Debugging

Headword:
διαλεκτικεύομαι
Headword (normalized):
διαλεκτικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλεκτικευομαι
IDX:
21340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21341
Key:

Data

{'content': "'chop logic'"}