Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
διαλεσχαίνω
View word page
διαλεκτέος
one must discourse

ShortDef

one must discourse

Debugging

Headword:
διαλεκτέος
Headword (normalized):
διαλεκτέος
Headword (normalized/stripped):
διαλεκτεος
IDX:
21339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21340
Key:

Data

{'content': 'one must discourse'}