Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Αἱμονιαί
Αἰμονίδης
Αἱμονίδης
αἱμοπτυϊκός
αἱμόπυον
αἱμορραγέω
αἱμορραγής
αἱμορραγία
αἱμορραγικός
αἱμορραγώδης
αἱμόρραντος
αἱμορροέω
αἱμόρροια
αἱμορροϊδοκαύστης
αἱμορροϊκός
αἱμορροΐς
αἱμόρροος
αἱμόρρυτος
αἱμορυγχιάω
Αἷμος
αἱμόστασις
View word page
αἱμόρραντος
blood-sprinkled

ShortDef

blood-sprinkled

Debugging

Headword:
αἱμόρραντος
Headword (normalized):
αἱμόρραντος
Headword (normalized/stripped):
αιμορραντος
IDX:
2133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2134
Key:

Data

{'content': 'blood-sprinkled'}