Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
διαλεπτύνω
View word page
διαλεκτέον
one must discourse

ShortDef

one must discourse

Debugging

Headword:
διαλεκτέον
Headword (normalized):
διαλεκτέον
Headword (normalized/stripped):
διαλεκτεον
IDX:
21338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21339
Key:

Data

{'content': 'one must discourse'}