Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
διάλεπτος
View word page
διάλειψις
an interval, interstice

ShortDef

an interval, interstice

Debugging

Headword:
διάλειψις
Headword (normalized):
διάλειψις
Headword (normalized/stripped):
διαλειψις
IDX:
21337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21338
Key:

Data

{'content': 'an interval, interstice'}