Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
διαλεπτολογέομαι
View word page
διαλείχω
to lick clean

ShortDef

to lick clean

Debugging

Headword:
διαλείχω
Headword (normalized):
διαλείχω
Headword (normalized/stripped):
διαλειχω
IDX:
21336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21337
Key:

Data

{'content': 'to lick clean'}