Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
διαλεπίζω
View word page
διαλείφω
anoint
ShortDef
anoint
Debugging
Headword:
διαλείφω
Headword (normalized):
διαλείφω
Headword (normalized/stripped):
διαλειφω
IDX:
21335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21336
Key:
Data
{'content': 'anoint'}