Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
διάλεξις
View word page
διαλείπω
to leave an interval between
ShortDef
to leave an interval between
Debugging
Headword:
διαλείπω
Headword (normalized):
διαλείπω
Headword (normalized/stripped):
διαλειπω
IDX:
21334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21335
Key:
Data
{'content': 'to leave an interval between'}