Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
διαλελυμένως
View word page
διαλειπτόν
liniment
ShortDef
liniment
Debugging
Headword:
διαλειπτόν
Headword (normalized):
διαλειπτόν
Headword (normalized/stripped):
διαλειπτον
IDX:
21333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21334
Key:
Data
{'content': 'liniment'}