Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
διάλεκτος
View word page
διάλειμμα
an interval
ShortDef
an interval
Debugging
Headword:
διάλειμμα
Headword (normalized):
διάλειμμα
Headword (normalized/stripped):
διαλειμμα
IDX:
21332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21333
Key:
Data
{'content': 'an interval'}