Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαλαμπρύνω
διαλάμπω
διάλαμψις
διαλανθάνω
διάλαυρος
διαλαφύσσω
διαλαχαίνω
διαλγής
διαλεαίνω
διαλέγομαι
διαλέγω
διάλειμμα
διαλειπτόν
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διάλειψις
διαλεκτέον
διαλεκτέος
διαλεκτικεύομαι
διαλεκτικός
View word page
διαλέγω
to pick out one from another, to pick out
ShortDef
to pick out one from another, to pick out
Debugging
Headword:
διαλέγω
Headword (normalized):
διαλέγω
Headword (normalized/stripped):
διαλεγω
IDX:
21331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21332
Key:
Data
{'content': 'to pick out one from another, to pick out'}